- φιλότιμον
- φιλότῑμον , φιλότιμοςloving honourmasc/fem acc sgφιλότῑμον , φιλότιμοςloving honourneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιλότιμον — Φιλότιμος loving honour masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότιμο — το / φιλότιμον, ΝΜΑ η φιλοτιμία (α. «δεν έχει καθόλου φιλότιμο» β. «τοῑς τρόποις ζητῶν πρίασθαι τὸ φιλότιμον ἐκ μέσου;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. φιλότιμος] … Dictionary of Greek
φιλόκαλος — η, ο / φιλόκαλος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά το ωραίο, που έχει φιλοκαλία, καλαίσθητος αρχ. 1. αυτός που τού αρέσει ο στολισμός, ο καλλωπισμός («καὶ φιλόκαλον περὶ ὅπλα καὶ φιλότιμον ἐπὶ πᾱσι τοῑς τοιαύτοις», Ξεν.) 2. αυτός που επιζητεί διάκριση,… … Dictionary of Greek
ՊԱՏՈՒԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0619 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 13c գ. φιλοτιμία, φιλοτίμημα, φιλοτιμόν honoris studium, ambitio, conatus. Պատուասէրն լինել. փառասիրութիւն. փոյթ փառաց. եւ պատույ անձին. *(ընդդէմ դնել) պատուասիրութեան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)